- κραύρωση
- η (Μ κραύρωσις) [κραυρούμαι]ξηρότητανεοελλ.ιατρ. ατροφική, σκληρυντική, ρικνωτική εξεργασία τών ημιβλεννογόνων, που συνοδεύεται από έντονο κνησμό (α. «κραύρωση τού αιδοίου» β. «κραύρωση τού πέους»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.